Rib and Sea

Το σωσίβιο, το quick stop και η ζώνη σώζουν ζωές

Το ξύλινο άροτρο.

Του Ανδρέα Φουράκη.

arotroΟ χρόνος σβήνει λαογραφικούς θησαυρούς από τη μνήμη μας σαν γεγονότα, από τη γλώσσα μας σαν λέξεις και από τη ζωή μας σαν πράξεις.

Λέγεται ότι όταν ένας γέρος πεθαίνει καίγεται μια βιβλιοθήκη.

Τίποτε πιο αληθινό πράγματι από το μουσείο των αναμνήσεων του κάθε ανθρώπου που κρύβει μέσα του.
Τυχερή η γενιά της μεταπολεμικής εποχής που έζησε ανάμεσα σε δύο διαφορετικούς κόσμους.
Τυχερή γιατί έζησε το λίχνο και το όργωμα της γης με τα ζώα και το ξύλινο άροτρο αλλά και την κατάκτηση της σελήνης και την τεχνολογική έκρηξη του σήμερα. Οι δύο κόσμοι συνύπαρξαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και έγινε μία σταδιακή αφομοίωση τους.

Όμως το παλιό με το καινούργιο εναλλάσσονται σήμερα με πρωτόγνωρες ταχύτητες και την απαραίτητη σύνδεση μεταξύ τους την κάνουν μόνο τα πάσης φύσεως μουσεία, αρχαιολογικά, λαογραφικά, ιστορικά, πολεμικά, τεχνολογικά, φυσικής ιστορίας κλπ και γι' αυτό ο ρόλος τους είναι σπουδαίος και η προσφορά τους ανεκτίμητη.

Με αυτό το πνεύμα λοιπόν αλλά και σαν φόρο τιμής στους απλούς αγρότες που διαιώνισαν και διέσωσαν μέχρι τις μέρες μας τις αρχαίγονες τεχνικές αλλά και τις αρχαίες ονομασίες που αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια του πολιτισμού και της καταγωγής μας ας ρίξουμε μια ματιά στο χειροποίητο ξύλινο άροτρο ή αλέτρι που αρκετοί ακόμα εν ζωή αγρότες έχουν ζήσει καθώς και στην ετυμολογία ονομάτων των μερών του αρότρου αλλά και των παραγγελμάτων που αυτοί χρησιμοποιούσαν προς τα ζώα κατά το όργωμα.

ΑΡΟΤΡΟ: Ίσως η ονομασία προέρχεται από την αρχαία λέξη αρούρα=καλλιεργημένη γη.
(Αρουραίος λέγεται και σήμερα ο ποντικός της υπαίθρου).

Το ξύλινο άροτρο είναι πανομοιότυπο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Κατασκευάζεται από σκληρά ξύλα δρυός, ελιάς ή πρίνου ενώ το σταβάρι από μουριά ή πιο συχνά από πλατανίδες (αυτοφυή πλατάνια σε δασικά μέρη που ψάχνοντας τον ήλιο αναπτύσουν μεγάλο ύψος, με λεπτό κορμό που είναι πιο εύκολος στη διαμόρφωση της απαιτούμενης καμπυλότητας).

ΟΧΕΡΗ και ΈΧΕΡΗ (αρ. σχεδ. 1) :η λαβή του τιμονιού του αρότρου. Το θηλυκό του μεταγενέστερου επιθέτου έγχειρος
έγχειρη>έχερη>όχερη (τροποποίηση του ε σε ο (Αντ. Ξανθινάκης)).

ΠΟΔΑΡΙ (αρ. σχεδ. 2): αρχ. πους. Το κύριο σώμα του αρότρου που συρόταν στην επιφάνεια της γης και με τη αιχμή του έσκαβε σχίζοντας την.

ΠΑΡΟΥΤΙΑ (αρ. σχεδ.3): Από το παρώτια =παρά(=πλησίον)+ωτία(=αυτάκια).
Παρ-ωτίον (προθ. παρά+μεταγενέστερον ουσ. ωτίον (υποκοριστικό του αρχαίου ους (Αντ. Ξανθινάκης))
Παρούτια λέγονται και σήμερα τα χέρια και σκωπτικά ο αριστερόχειρας αποκαλείται ζερβοπαρούτης (Αργ. Μουζουράκη). Τα παρούτια καρφώνονται λοξά στα πλάγια του ποδαριού, ένα σε κάθε πλευρά, ώστε να ανοίγει αυλακιά στο χωράφι.

ΥΝΙ ή ΓΥΝΙ (αρ. σχεδ. 4): Το οξύ σιδερένιο άκρο του ποδαριού του αρότρου. Από το υνί (υνίον) (μεταγενέστερον ύνιον, υποκορ. του αρχαίου ουσιαστικού ύνις-εως με αναπτ. Ευφων. Γ πριν από το αρκτικό υ.

ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΙ (αρ. σχεδ. 5): Κάτω κλειδί από σίδηρο ή ξύλο όπου δένονταν τα λούρα του ζυγού

ΣΤΑΒΑΡΙ (αρ. σχεδ. 6): το μακρύ ξύλο του αρότρου που συνδέεται με το ζυγό. (Μεσαιωνικό στιβάριον=ίστοβον-αριον, υποκοριστικό του αρχαίου ίστο-βοεύς (Ν. Ανδριάκης))

ΣΠΑΘΑ (αρ. σχεδ. 7): Αρχ. σπάθη. Η σφήνα που ένωνε διαπερνώντας το σταβάρι με το ποδάρι του αρότρου.

ΠΑΣΣΟΥΛΙ (αρ. σχεδ. 8): Το τιμόνι επάνω στο οποίο υπάρχει η όχερη. Το χερούλι (η λαβή) κάποιου εργαλείου. Υποκοριστικό πασσ-άλυον (αρχαίο πάσσαλος) πασ-ουλι (Αντ. Ξανθινάκης).
 
ΤΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ του ζευγολάτη προς τα ζώα που διεσώθησαν μέχρι και σήμερα είναι:
Έσω, λάσω, ίω, παρέστα, παραβολή, στήσω, κράτει.

ΕΣΩ: αρχαίο επίρημμα έσω (λέγεται ως προσταγή στα βόδια που οργώνουν να στρέψουν προς το μέσα μέρος)

ΛΑΣΩ: έλα-έσω=έλα μέσα

ΙΩ: προσταγή για πιο γρήγορα. Δεν είναι ρήμα αλλά παρακελευματικό μόριο. Ίσως αρχαίο επιφώνημα ιω (Αντ. Ξανθινάκης)

ΠΑΡΕΣΤΑ: (προσταγή για σταμάτημα) προστακτική του μεταγενέστερου παριστώ (σχηματίστηκε καθ' αναλογία προς τα συνηρ. σε -αω (εφίστημι-εφιστώ, συνίστημι-συνιστώ (αρχαίο παρίστημι).

ΣΤΗΣΩ: σταμάτα, από τη φράση στην-εσω (μεριά).

ΠΑΡΑΒΟΛΗ: το τέλος του χωραφιού (προσταγή στο ζώο να πάει μέχρι το τέρμα).

ΚΡΑΤΕΙ: Προστακτική ενεστώτος του αρχαίου ρήματος κρατέω-ώ.
Λέγεται στα βόδια που αλωνίζουν σε ζεύγος σαν προσταγή στο ευρισκόμενο προς το κέντρο του αλωνιού να κρατεί, ήτοι να μένει ακίνητο ώστε το προς τα έξω ζώο να συνεχίσει κινούμενο και να ολοκληρωθεί ο κύκλος.

8. Πασσούλι

7. Σπάθα

6. Σταβάρι

5. Κατακλείδι

4. Υνί

3. Παρούτια

2. Ποδάρι

1. Όχερη