Θυμάται ο Μανώλης Αρ. Χριστουλάκης.
Παγερό εκείνο το απόβραδο. Η χωνεμένη καρβουνόσκονη στο μαγκάλι έστελνε τις τελευταίες της αναλαμπές κι εμείς πέντε άτομα στριμωγμένοι γύρω από το γύφτικο μαγκάλι προσπαθούσαμε να ζεστάνουμε τα παγωμένα χέρια μας, που τα δάκτυλά τους, πρησμένα σαν λουκάνικα από τις χιονίστρες, μας βασάνιζαν ανείπωτα.
Η μάνα είχε βάλει μια μεγάλη κατσαρόλα γεμάτη νερό πάνω στην γκαζιέρα, έριξε μερικά κλωνάρια φλισκούνι και σε λίγο μια γλυκιά μυρουδιά γέμισε τη μικρή μας κουζινίτσα. Λεπτές φέτες μαύρο ψωμί, ακουμπισμένες στην τσιμπίδα πάνω από τη χόβολη, σκόρπιζαν την ευωδιά του καψαλισμένου ψωμιού.





