Κείμενο - Φωτογραφίες : Ιωσήφ Παπαδόπουλος.
Ο καταπέλτης του πλοίου της γραμμής ακουμπάει βαριά στον τσιμεντένιο μώλο του Φρυδιού (*), ενώ οι κάβοι προσπαθούν απεγνωσμένα, σε πείσμα του Μαίστρου που λυσσά, να κρατήσουν το βαρύ φορτίο σε απόσταση αναπνοής, μέχρις ότου οι επισκέπτες του καλοκαιριού πατήσουν με ασφάλεια στο χώμα της μικρής αγαπημένης πατρίδας. Ενα ολόκληρο καραβάνι από ανθρώπους, που ανταλλάσσουν φιλιά και πνίγονται στις αγκαλιές φίλων και συγγενών, μαζί με μηχανές, τρακτέρ και αυτοκίνητα, χάνεται στα στενά σοκάκια της Μπούκας και, λίγο αργότερα, του Αρβανιτοχωρίου, της Αγ. Μαρίνας, της Παναγίας και του Πολιού.
Μια φωτεινή πέτρα ριγμένη στη θάλασσα η Κάσος, που φωτίζεται, θαρρείς, περισσότερο τις παραμονές της μεγάλης γιορτής. Τότε που όλα τα ξενιτεμένα πουλιά της επιστρέφουν, υπακούοντας σ’ένα σιωπηρό κάλεσμα. Τότε που η Παναγιά φορεί τα καλά της, λίγες μόλις εκατοντάδες μέτρα πάνω από τον Εμπορειό, το παλιό λιμάνι του νησιού. Τούτη η γιορτή δεν μοιάζει με καμμιά άλλη. Ούτε στον παλμό, ούτε στην κατάνυξη, ούτε στη διάρκεια, ούτε στο γλέντι, στο φαγοπότι και τον χορό. Μια παράδοση που διατηρείται αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου, χάρις στο παράδειγμα των παλαιών και τη διάθεση των νεοτέρων να πάρουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν. Ζει πολλές από τις παραδόσεις του αυτός ο μικρός ξεχασμένος βράχος, που λούζεται στο φως, τον αέρα και την άχνη του Καρπάθιου, αλλά η γιορτή της Παναγιάς τον Δεκαπενταύγουστο δεν έχει όμοιό της σ’ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.